προσεκτικοῦ

προσεκτικοῦ
προσεκτικός
attentive
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσεκτικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού προσεκτικού, η περίσκεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσεκτικός. Η λ., στον λόγιο τ. προσεκτικότης, μαρτυρείται από το 1877 στον Αθ. Παπαλεξανδρή] …   Dictionary of Greek

  • Λέβι, Κάρλο — (Carlo Levi, Τορίνο 1902 – Ρώμη 1975). Ιταλός συγγραφέας και ζωγράφος. Αποφοίτησε από το τμήμα ιατρικής του πανεπιστημίου του Τορίνο (1924) και άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική. Κατόπιν αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία και λόγω της αντιφασιστικής… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”